ἐπανορθώμενος

ἐπανορθώμενος
ἐπανορθόω
set up again
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)
ἐπανορθόω
set up again
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επανορθώνομαι — επανορθώνομαι, επανορθώθηκα, επανορθωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επανορθώνω — επανόρθωσα, επανορθώθηκα, επανορθωμένος, μτβ. 1. ανορθώνω ξανά κάτι που έπεσε κάτω, στήνω πάλι όρθιο, ξαναστήνω. 2. μτφ., διορθώνω, κάτι το σφαλερό το αποκαθιστώ στο ορθό ή στο αληθινό: Επανορθώθηκαν οι ανακρίβειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”